- κλωστικός
- -ή, -ο1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κατασκευή κλωστών («κλωστική μηχανή»)2. το θηλ. ως ουσ. η κλωστικήη τέχνη τής κατασκευής νημάτων, νηματουργία.[ΕΤΥΜΟΛ. < κλώθω. Η λ. στον τ. τού θηλ. γένους κλωστική μαρτυρείται από το 1879 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγελου Σ. Βλάχου].
Dictionary of Greek. 2013.